18.9.17

Η Μάγδα Φύσσα πρόσωπο με πρόσωπο με τον Δολοφόνο

Ένα κείμενο, σε α' πρόσωπο, με στοιχεία από όσα η Μάγδα Καραϊσκάκη - Φύσσα έχει καταθέσει στον Τύπο και στη δίκη της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής για τη δολοφονία του γιου της Παύλου Φύσσα από τον χρυσαυγίτη Γιώργο Ρουπακιά.



Όχι! Δε θα σε δικάσουν οι δικαστές. Εγώ θα σε δικάσω. «Πού πας, με μαχαίρωσες και φεύγεις;», και συ δεν απάντησες. Αλλά εμένα μου χρωστας μια απάντηση. Και η ερώτηση δεν είναι άλλη από...«γιατί»;

Δεν με νοίαζει πως σε βάφτισαν. Το όνομα σου είναι Δολοφονος. Δε θέλω να ορκιστείς. Δεν αναγνωρίζω τον ισόθεο σου, τον φύρερ. Θέλω μόνο μια απάντηση. Ειρωνία! Το παρατσούκλι του, ξέρεις, σήμαινε «δολοφόνος του παρελθόντος» και τα έφερε έτσι που βρέθηκες εσυ, ένα φάντασμα του παρελθόντος, για να τον δολοφονησεις τελικά. Θέλω την απάντηση μου.

Ήταν 3 το βράδυ. Πολύς κόσμος γύρω, μα κανένας δεν μου μίλαγε. Μόνο με κοίταζαν. Μπήκα στον θάλαμο με το φως αυτό το ψυχρό, το απόκοσμο, που φωτίζει το πέρασμα που σε οδηγεί από τη ζωή στο θάνατο, μην τυχόν και χάσεις τον δρόμο και του ξεφύγεις. Προσπάθησα να τον ζεστάνω, να φύγουμε, να σηκωθεί, να φύγουμε, να φύγουμε από εκεί μέσα. Κοιμόταν.

Κι εσυ Δολοφόνε που θέλησες να τον τρομάξεις, στο λέω εγώ η μάνα του ότι δεν τα κατάφερες. Σαν να το είχε προαίσθημα. Το είχε γράψει. Το είχε τραγουδήσει. 

«Μια τέτοια μέρα είναι ωραία για να πεθάνεις / Όμορφα κι όρθιος σε δημόσια θέα /Με λένε Παύλο Φύσσα κι είμαι από τον Περαία / Έλληνας μ' ό,τι συνάδει αυτό - όχι μια σημαία, μελανοχίτωνας γόνος του Αχιλλέα και του Καραϊσκάκη / Κι αν ξέρω κάτι είναι πως γεννήθηκα ήδη / με δυο καταδίκες βαριές πάνω στην πλάτη / Δυο φτερά από γέννα πάνω στο σώμα μου ραμμένα».

Εμένα ξέρεις Δολοφόνε το γένος μου είναι Καραϊσκάκη και είμαι εγώ αυτή που του τα έραψα στην πλάτη. Σαν άγγελος που είχε μαζέψει τα φτερά του κοιμόταν. Τον ρώτησα τι έγινε. Τον παρακάλεσα να μου πει. Τον ικέτευσα να μάθω. Αλλά ούτε εκείνος μου μίλησε. Για αυτό... γι'αυτό την απαντήση που αναζητώ οφείλεις να μου την δώσεις εσύ Δολοφόνε.

Περίμενα να δω τα έντερα έξω. Είδα μόνο δυο γάζες στο ύψος του στήθους. Αλλά βέβαια... εσύ δεν είσαι φονιάς. Είσαι Δολοφόνος. Φονεύεις με δόλο. Και στο δίδαξαν αυτό στα τάγματα θανάτου που σε εκπαίδευσαν. Και έμαθες να υπακούς στην εντολή «ότι κινείται σφάζεται». Κι έκανες την εξάσκηση σου επί 70+ χρόνια σε άτυχα κορμιά που κινήθηκαν στο διάβα σου, χωρίς κανένας να μιλήσει για αυτό και να σε τιμωρήσει. Κι εκείνο το βράδυ έτυχε ο γιος μου να είναι ο επόμενος. 

Επαγγελματικό το χτύπημα είπε ο γιατρός. Μπήγεις το μαχαίρι με ορμή, το στρίβεις με οργή και το τραβάς. Και ύστερα 4 λεπτά είναι αρκετά για να δώσουν τέλος σε 34 χρόνια. Μα σαν να το ξερε σου λέω... σαν να το ξερε. «Πώς να χωρέσουν όλα αυτά μέσα σε τέσσερα λεπτά. Τριάντα χρόνια ήταν αυτά και ήταν δυνατά. Πού να χωρέσω τόσο πόνο τόση βία», σιγοτραγούδαγε λίγο πριν... Πες μου λοιπόν Δολοφόνε. Πες μου! Πώς ένιωσες όταν το ατσάλι του κρύου μαχαιριού σου, τράνταξε ο χτύπος μιας ανυπότακτης καρδιάς; Δώσε μου επιτέλους μια απάντηση...

Κατέβασε όμως το βλέμμα σου εκεί που του αρμόζει. Τ’ακούς; Εμένα δεν θα τολμάς να με κοιτάς. Τ’ακούς; Το ανάστημα μου μου είναι πολύ ψηλό για να χωρέσει στα μάτια σου. Τ’ακούς; 

Εκείνος δεν με άκουσε. «Μου τα έλεγε η μάνα μου, γαμώ την πουτάνα μου, να τα προσέχω τα μεγάλα τα πλάνα μου», έλεγε. Δεν με άκουσε, αλλά ακόμα κι αν ήρθαν έτσι τα πράγματα... καλά έκανε. Ήταν φίλος με τους ανθρώπους κι όχι με τα κτήνη. Ένιωθε ευθύνη απέναντι στο είδος του, στην οικογένειά του, στους φίλους του, στον εαυτό του. Και αντιστάθηκε. Έκανε το αντάρτικο του με μόνα όπλα του τις νότες, για να περισώσει όπως μπορεί το ύψιστο αγαθό της ανθρώπινης ύπαρξης: την αγάπη. Ήθελε να τα ζήσει όλα και γρήγορα. Όταν τον είχα ρωτήσει γιατί... μου είχε πει ότι φοβόταν μην πεθάνει νέος και δεν προλάβει. Κι εγώ όμως φοβόμουν. Κάθε πρωί που έκλεινα την πόρτα αυτό που ζήταγα ήταν να την ξανανοίξουμε και οι 4 μας το βράδυ. Πες μου λοιπόν Δολοφόνε. Πές μου πως θα ζήσουμε εμείς τώρα χωρίς εκείνος να βάλει τα κλειδιά ξανά στην πόρτα. Χωρίς να ακούσουμε ξανά τα βήματα του. Δώσε μου μια γαμημένη απάντηση.

Στο σπίτι μου ήρθες εσύ χωρίς να σε καλέσω. Άλλοι σε στείλανε. Σου βάλανε ένα μαχαίρι στην τσέπη και σε στείλανε. Άνανδρα! 60 εναντίον ενός. Ήρθες στο σπίτι μου και δολοφόνησες το παιδί μου! Έτσι απλά! Έτσι απλά... Και όταν βρήκαν το μαχαίρι στον τόπο του εγκλήματος, εκείνο δεν είχε μόνο τα αποτυπώματα σου πάνω. Είχε τα δικά σου, αλλά και τα δακτυλικά αποτυπώματα των 426.025 που ψήφισαν σημειώνοντας την επιλογή τους με έναν αγκυλωτο σταυρό. Τον ίδιο σταυρό με τον οποίο βρωμίσατε το μνημείο του παιδιού μου, πριν καν εκείνο σαραντίσει. Γιατί δεν είστε απλοί δολοφόνοι Δολοφόνε. Είστε αμετανόητοι ναζιστές. Τα απομεινάρια των δωσίλογων και των ταγματασφαλιτών. Η σπορά των ηττημένων. Κι εξήγησε μου μόνο αυτό... Πώς; Πώς γίνεται ο παππούς σου να ήταν πρόσφυγας, ο πατέρας σου μετανάστης, κι εσύ να έγινες φασίστας; Απαντησε μου επιτέλους ρε καθίκι...

«Φασίστες, κουφάλες, έρχονται κρεμάλες» έγραψαν κάποιοι στον τόιχο απέναντι από το παράθυρο μου. Χαμογελάς; Έχεις το θράσσος και χαμογελάς; «Δεν θα φύγω απο τη ζωή αυτή αν δεν σε κρεμάσω, απόβρασμα της κοινωνίας. Αν δεν σου κόψω το λαρύγγι». Όχι όμως δεν θα σου κάνω τη χάρη. Αν σε κρεμάσω θα σε λυτρώσω. Και εσένα Δολοφόνε σου αρμόζει τιμωρία. Και η μόνη τιμωρία που έχει αξία είναι να καταλάβεις και να πληρώνεις καθημερινά για τον πόνο που προκάλεσες. Όσο κι αν πας να ξεφύγεις απο αυτό που έκανες, θα με βρίσκεις μπροστά σου. Θα σε πάρω μαζί μου στην κόλαση που με έστειλες. Θα σε στοιχειώσω και θα παλεύω με νύχια και με δόντια κάθε μέρα, να ζήσω κι άλλη μία, και μία επιπλέον... Γιατί έχω ιερό σκοπό Δολοφόνε. Έχω χρέος να σε καταδικάζω μέχρι να βγει η τελευταία μου αναπνοή και να γλιτώνω μέχρι και τα αγέννητα παιδιά του κόσμου από εσένα.

Και θέλω να σε ρωτήσω κι ένα τελευταίο πράγμα Δολοφόνε. Εσένα και όλους τους δολοφόνους του κόσμου... Τι μάνα σας γέννησε; Τι μάνα σας μεγάλωσε;

Εγώ τον γέννησα στα 18. Μαζί μεγαλώσαμε. Αλλά τώρα έμεινα πίσω μόνη. Τον φίλησα το προηγούμενο απόγευμα, τον χαιρέτισα και είπαμε ότι θα πιούμε το πρωί τον καφέ μας στο μπαλκόνι. Και Δολοφόνε εγώ κάθε πρωί φτιάχνω δυο φλιτζάνια ξέρεις. Και πίνουμε τον καφέ μας, γελάμε και λέμε τα νεα μας. Εγώ και ότι μου άφησες πίσω... 

Εγώ και μία φωτογραφία του γιου μου...

14.8.17

Margit Silberstein: Συνάντησα ένα φάντασμα στο Almedalen

Φασιστες του Νordfront, Αlmedalen , Iουλιος 2017 (φωτο απο DN)

Το γεγονός ότι οι Ναζί ήταν ενεργοί στην εβδομάδα εκδηλωσεων του Almedalen, στο Visby, (Gotland, Σουηδια), θεωρήθηκε από μερικούς ως ασημαντο. Σε μένα ξύπνησαν ομως βαθιά συναισθηματα. Πότε θα ακουστει η φωνη μας και η οργή μας αν όχι τωρα εναντίον του αντισημιτισμού και του ρατσισμού;

Δεν μπορώ να ξεχασω αυτες τις καλοκαιρινές ημέρες στο Visby. Όταν το ναζιστικο ‘Βόρειο Κίνημα Αντίστασης’ πηρε μερος στις εκδηλωσεις της Εβδομάδας στο Almedalen . Όταν ο (δημοσιογραφος) Johan Hakelius έγραψε ένα αρθρο στην Expressen διακωμωδωντας εκείνους που ήταν αναστατωμένοι από το γεγονός ότι ''οι βίαιοι, απειλητικοί Ναζί θα συμμετειχαν επισης στις εκδηλωσεις''. Ο Hakelius δεν διαπίστωσε κανέναν ναζί, έγραψε οτι δεν καταλαβε κατι τετοιο. Εγω καταλαβα. Είδα τους ντυμενους με μαυρα, ανδρες, σαν φαντάσματα, η σκιά των οποίων παει πολυ μακρια, στο παρελθον της ζωής μου.

Κάθε πρωί στη διάρκεια της ζωής του στη Σουηδία, ο πατερας μου πήγαινε στο γραμματοκιβώτιο με την ελπίδα να βρει ενα γραμμα από την αγαπημένη του αδελφή. Ήταν τόσο μάταιο και τόσο αποκαρδιωτικο. Ξέραμε ότι η αδελφή του, η Irma δεν ζούσε, ότι απελάθηκε σε καποιο από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Ναζί και ότι πιθανότατα θανατωθηκε σε ενα θαλαμο αερίων. Φυσικά το ήξερε και ο πατερας μου, αλλά ήταν ένας ονειροπόλος που δεν ήθελε να σβήσει εντελώς την ελπιδα. Ίσως και να ηταν ένας τρόπος να την θυμομαστε. Μετα ηταν και η μαμά που μιλουσε για τις απεγνωσμένες προσπαθειες του μπαμπά, ο ίδιος ο μπαμπάς δεν μπορούσε ποτέ να μιλήσει σ εμας, τα παιδιά του, για το Ολοκαύτωμα, το σκοτάδι, το δύσκολο αυτο σημειο στην οικογένειά μας.

Ξυπνουσα με τη κραυγή της μητέρας τη νύχτα, ονειρευόταν συχνά εφιάλτες. Το Άουσβιτς την ακολουθουσε. Συχνά, σκεφτομουν ότι εγώ και ο αδελφός μου ήμουν ο θρίαμβος της πάνω στον Χίτλερ. Το υποσιτισμένο σώμα της μητέρας είχε βιώσει το δωρο της ζωής. Της ειχε δωσει, παρά τον άσχημο πόνο που γνώρισε, τη δύναμη να προχωρήσει. Αλλά τελικά το Άουσβιτς την ακολουθουσε. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ημερών της, όταν η ιδια αποτραβηχθηκε στον εαυτό της, εμοιαζε σαν ήταν μερικές φορές πίσω στο Άουσβιτς. Ήταν τρομερό να το βιωνει κανεις.

Η μητερα και ο πατερας δεν υπάρχουν πια. Αλλά δεν τελειώνει εκει η ιστορια. Το Ολοκαύτωμα βρίσκεται μεσα στην κυκλοφορία του αίματός μου, είναι μέρος μου, ένας βαρύς σύντροφος, που επηρέασε ολόκληρη τη ζωή μου. Όταν ήμουν νέα, ζηλευα τους συνομηλίκους μου. Είχαν γιαγιάδες και παπουδες, θείες και συγγενεις. Είχαν μια οικογένεια. Εγω δεν ειχα. Η οικογένειά μου δολοφονήθηκε. Υπεφερα στο σχολείο καθε Δευτέρα, όταν τα άλλα παιδιά μου ελεγαν για το σαββατοκύριακο τους, όταν επισκέπτονταν συχνά τους παππούδες, οι οποίοι στον τεράστιο φανταστικό μου κόσμο ήταν μόνο καλοι και ευγενικοί.

Ο Johan Hakelius γράφει εύκολα, νόμιμα και με δυναμισμο για τους πολιτικά ορθούς, οσους τρομοκρατηθηκαν με τη σκεψη ότι οι Ναζί ήταν εκεί. Αυτους που ακούν τη ναζιστικη μποτα με το παραμικρο. Ο ίδιος δεν βρήκε εκει ούτε έναν ναζί. Και κανείς, συμφωνα μ αυτον, δε φάνηκε να δυσανασχετει στο Almedalen. Οπως θα περιμενε κανεις εγραψε μετα: "Ποτέ ξαναβρεθηκα σε κατι εξ ισου συναρπαστικό".

Ήμουν συγκλονισμένη. Και ναι, άκουσα το βηματισμο της μποτας, εκείνον που εκανε τη μητερα μου να υποφερει τη νύχτα. Σε αντίθεση με τον Hakelius, δεν ήθελα να ειμαι μερος κανενος συναρπαστικου γεγονοτος στο Αlmedalen.

Δεν ήταν καθόλου συναρπαστικό να αισθάνεται κανείς ενα φόβο πριν να παει εκει. Φοβόμουν ότι εγώ, εχοντας ηδη εμφανιστει στην τηλεόραση, θα αναγνωριζομουν από εκείνους που δεν θεωρούν ότι αξίζω να αναπνέω τον ιδιο αέρα μ αυτους. Όσους αρνούνται ότι είναι αλήθεια ότι έχω στερηθεί την ιστορία μου και τις ριζες μου, εκείνους που αρνούνται τους θαλαμους αέριων και τα κρεματόρια. Όσους αρνούνται το Άουσβιτς, την κατάρα της ζωής μου. Τους φοβόμουν και φοβόμουν τα συναισθήματά μου.

Τότε τους είδα. Στεκοντουσαν εκεί και κουνουσαν τις πράσινες σημαίες τους, όταν η Anna Kinberg Batra εβγαλε την ομιλία της. Με εκπλήσσει το τι συνέβη σε μένα. Εβραζα και η καρδιά μου πηγαινε να σπασει. Και ήμουν ευγνώμων που ούτε η μητερα μου ούτε ο πατερας μου δεν βίωσαν τη σκηνή που είδα. Ούτε αυτοι θα θεωρουσαν ότι ήταν συναρπαστικό.
Οι ντυμένοι στα μαυρα άνδρες στέκονταν εκεί, σαν φοβερη αντίθεση με το όμορφο καταπράσινο σουηδικό καλοκαίρι. Δεν ήταν τόσοι πολλοι, αλλά η σκιά τους βρισκόταν σε όλο το πάρκο του Almedal. Σκέφτηκα τι ελεγε η μητερα μου για το Άουσβιτς, οτι ηταν περίεργο και κάπως αφόρητο για εκεινη το οτι τα πουλιά μπορούσαν να τραγουδήσουν και σ εκεινη τη κόλαση. Το γρασίδι ήταν πράσινο στο Άουσβιτς, συνεβαινε αυτο επειδη οι πεινασμένοι κρατούμενοι το έτρωγαν.

Αργότερα το απόγευμα πήγα στο εμπορικό κέντρο, λίγο έξω από τα τείχη του Visby. Εκεί στέκονταν αυτοι που δεν μπορούσε να βρει ο Hakelius, και διένειμαν την εφημερίδα του Nordfront. Φανταστείτε οτι ηθελαν να δωσουν την αντισημιτική τους προπαγάνδα σε μια Εβραία. Το είπα στον άνθρωπο που πηγε να μου δωσει την εφημερίδα. Εμεινε να με κοιταει. Ίσως να ήταν η πρώτη φορά που εβλεπε μια ζωντανή εβραια μπροστα στα μάτια του. Εγω το καταλαβα. Ο Hakelius, ομως οχι.

Αναρωτιέμαι αν αισθάνεται άνετα ο Johan Hakelius να σταθεί πρόσωπο με πρόσωπο με τον Hédi Fried, ή κάποιον άλλον που επέζησε από το Ολοκαύτωμα και που θα διαβαζε το αρθρο του. Το χιουμοριστικο κείμενο ενός αποτυχημένου κυνηγιου για "ναζιστες", ή φαντασματα, όπως ο Hakelius το παρουσιαζει.

Η συγγραφέας Elie Wiesel, που προσφατα επεβιωσε, γεννήθηκε όπως και η μητέρα μου στο Sighet της Ρουμανίας, είπε ότι το αντίθετο της αγάπης δεν είναι το μίσος, αλλα η αδιαφορία. Αναρωτιέμαι αν αυτή τη φορά θα προτιμουσα την αδιαφορία απο τη γελοιοποίηση. Στην πραγματικότητα, θα ήθελα να έχω πολλή οργή, πολιτικά σωστή, ή όχι, αντί να μειώνομαι. Πότε θα ακουστει η φωνη μας και η οργή μας, αν όχι τωρα εναντίον του αντισημιτισμού και του ρατσισμού;

Δίπλα μου στο πάρκο, όταν μίλησε η Anna Kinberg Batra, ένας συνάδελφος μου στάθηκε ακούγοντας. Όταν είδε τους ντυμενους στα μαυρα άντρες, έγινε έξαλλος. Ευχαριστώ. Δεν νομίζω οτι καταλαβαινετε πόσο ωραία αισθάνθηκα.

Η Margit Silberstein είναι δημοσιογράφος και ανεξάρτητη αρθρογράφος στην εφημεριδα Dagens Nyheter. Ήταν προηγουμένως σχολιαστρια εσωτερικής πολιτικής στο κρατικο τηλεοπτικο καναλι SVT.


9.8.17

Βασίλης Ασβεστόπουλος: Google δεν έχουν; Σινεμά δε βλέπουν;

(Aντιγραφη απο το Κατιουσα)




Τρίτη απόγευμα 8 Αυγούστου. Άλλη μια μέρα καύσωνα, άλλη μια μέρα με τα συντηρητικά ΜΜΕ να αναλώνονται στο ποιος πήγε ή όχι φαντάρος, ποιος θα σηκώνει τη σημαία στο δημοτικό, τι γίνεται στην Βενεζουέλα – και όχι τι συμβαίνει στη γειτονική Τουρκία, της οποίας ο Πρόεδρος δένεται με τα δεσμά της κουμπαριάς με τον επίτιμο πρόεδρο της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ναι, αυτά τα ξεχνάει η Δεξιά, όπως και ξεχνάει ότι η ουσία είναι να έχουν τα σχολεία βιβλία, αίθουσες, καθηγητές και δασκάλους. Ξεχνάει ότι ο Ερντογάν ήταν χρόνια εταίρος της στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό κόμμα. Δεν βλέπει την καταπίεση και την φασιστοποίηση στη γείτονα χώρα – αλλά ξέρει τα πάντα για τη Βενεζουέλα, ακόμη και αν οι αποδείξεις της έρχονται από το Πουέρτο Ρίκο.  

Μια κανονική, ανούσια πολιτικά και σχετικά ανέμελη μέρα λοιπόν. Όλη μέρα; Όχι όλη. Σε μία στιγμή το απόγευμα η κυβέρνηση της ΠΦΑ αποφάσισε να ταράξει λίγο τα νερά. Δεν πήγε να εγκαινιάσει μουσείο αγωνιστών, ιδεών που η ίδια έχει προδώσει πολλάκις. Δεν λιάστηκαν στη λάμψη των νεκρών κομμουνιστών της Καισαριανής. Δεν έλυσαν το πρόβλημα των δασκάλων και καθηγητών στα σχολεία. Πολλά είναι αυτά που και αυτή τη μέρα δεν έκαναν, αλλά πιο βαρύ ζυγίζει κάτι που έκαναν.

Ξέχασαν ότι κατά την διάρκεια του εμφύλιου, πρώτα στο Γράμμο από το 1948, έπεσαν βόμβες ναπάλμ πάνω στους μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού. Λησμόνησαν επίσης ότι το ίδιο «υλικό» έπεσε πάνω σε Γερμανούς, 6 Μαρτίου του 1944 στο Βερολίνο, σε Γάλλους στο Ρουαγιάν το 1944 και σε Ιάπωνες πρώτα στο Κόμπε και μετά σε άλλες πόλεις το 1945. Εκτεταμένη χρήση Ναπάλμ έγινε και στον πόλεμο της Κορέας. Βέβαια, τότε το έριξαν οι Αμερικανοί, διαχρονικοί φίλοι της Δεξιάς που θέλει να τα ξεχάσει όλα αυτά. Εξυπακούεται ότι δύσκολα θα βρεθεί οπαδός της «αριστείας», όπως την ορίζουν οι νεοφιλελεύθεροι και οι δεξιότεροι φίλοι τους, να παραδεχτεί τη ρίψη ναπάλμ που έγινε από Έλληνες σε Έλληνες. Πόσο όμως τρομάζει, να δείχνει άγνοια όλων αυτών η τωρινή κυβέρνηση της Ελλάδας που θέλει να προσδιοριστεί ως αριστερή;

Και πώς αλλιώς να ερμηνεύσουμε την επίσημη ανακοίνωση του Υπουργείου Εξωτερικών για τους πρώτους βομβαρδισμούς με ναπάλμ και λοιπά χημικά όπλα που έγιναν από την Τουρκία σε άμαχο Ελληνοκυπριακό πληθυσμό τον Αύγουστο του 1954; Ακολούθησε και δεύτερη το 1974. Πάντα με όπλα – ποιού άλλου – των Αμερικάνων!

Το Υπουργείο Εξωτερικών γράφει «Με θλίψη καταγράφουμε τους εορτασμούς της Τουρκοκυπριακής ηγεσίας και μάλιστα του ίδιου του κ. Ακιντζί, για τα 53 χρόνια από την χρήση χημικών όπλων και τη ρίψη βομβών ναπάλμ από την πολεμική αεροπορία της Τουρκίας στη χερσόνησο της Τηλλυρίας. Επρόκειτο για την πρώτη χρήση των απαγορευμένων χημικών όπλων στην ιστορία του πλανήτη μας.»


Με μια απλή αναζήτηση στον παγκόσμιο ιστό, κοινώς με τη χρήση του Google, θα μπορούσαν να είχαν βρει πόσες φορές πριν έγινε χρήση από ανάλογα όπλα, είτε τύπου ναπάλμ είτε χημικών– όχι μόνο αμερικάνικα αλλά και γερμανικά, βρετανικά ή γαλλικά.

Θα μπορούσαν να είχαν διαβάσει ότι η χρήση τέτοιων όπλων απαγορεύεται σύμφωνα με τις περισσότερες ερμηνείες και την επικρατούσα νομική άποψη ήδη με τις συμφωνίες της Χάγης του 1899 και 1907, αλλά το αργότερο με το Πρωτόκολλο της Γενεύης που υπογράφτηκε στις 17 Ιουνίου του 1925 και ισχύει από τις 8 Φεβρουαρίου του 1928. Το ναπάλμ, ένα άλας αργιλίου ή σαπούνι ενός μείγματος ναφθενικών και αλειφατικών καρβοξυλικών οξέων, φέρνει σε πήξη βενζίνη και ενίοτε εμπλουτίζεται με φώσφορο για ακόμα χειρότερα αποτελέσματα.

Είναι μια εφεύρεση που καταλογίζεται στον «άριστο» επιστήμονα του Χάρβαρντ και της Οξφόρδης Louis Frederick Fieser. Περιγράφει την εφεύρεση του και τους λόγους για τους οποίους δεν απαίτησε ποτέ χρήματα για αυτήν στο βιβλίο: The Scientific Method, A Personal Account of Usual Projects in War and in Peace. Δεν το έκανε αυτό για λόγους φιλανθρωπικούς αλλά μόνο για την χρήση της δηλητηριώδους βόμβας φωτιάς από την κυβέρνησή του.

Αν και αυτό είναι πολύς κόπος, τότε αναρωτιέμαι πόσοι από τους βρισκόμενους στις επάλξεις του ΣΥΡΙΖΑ μπήκαν στον πειρασμό να δουν την ταινία «Ψυχή βαθιά» του Παντελή Βούλγαρη ή έστω ένα από τα ντοκιμαντέρ της δικής τους ΕΡΤ; Ή μήπως η απώλεια ιστορικής μνήμης είναι εσκεμμένη πράξη; Κάτι δηλαδή σαν την ολοκλήρωση της υιοθέτησης της συντηρητικής νεοφιλελεύθερης ατζέντας.

Δεν θέλω να το πιστέψω αλλά ανησυχώ γνωρίζοντας ότι η Τουρκία δεν χάνει τέτοιες ευκαιρίες. Να απαντήσει δηλαδή με λακωνικό στιλ «μα εσείς τα ίδια ρίξατε στον εαυτό σας». Τότε τι λέμε;

Και αν ο γνωστός σχολιαστής των πάντων Άδωνις ανακαλύψει τη γκάφα και βγει τσιρίζοντας ότι η κυβερνώσα αριστερά ξέχασε το Γράμμο;